- ἐπέτεια
- ἐπέτειοςannualneut nom/voc/acc plἐπέτειοςannualneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπετείας — ἐπετείᾱς , ἐπέτειος annual fem acc pl ἐπετείᾱς , ἐπέτειος annual fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονιά — η 1. ζητιανιά, επετεία 2. ελεημοσύνη που δίνεται σε ζητιάνο 3. εκλιπάρηοη που προσιδιάζει σε ζητιάνο 4. (στα μοναστήρια) α) δοχείο β) ορισμένη ποσότητα τροφής ή κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διακονία*. Η λ. διακονιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει… … Dictionary of Greek
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek